- νιφετοῖς
- νιφετόςfalling snowmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προταράσσω — και αττ. τ. προταράττω Α προκαλώ ταραχή εκ τών προτέρων (α. «ἡ γαστὴρ προεταράχθη», Ιπποκρ. β. «κρυστάλλοις προταρασσόμενον καὶ πνεύμασι καὶ νιφετοῑς», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek